Πασχάλης Κρικόπουλος του Αναγνώστη
(16 Ιανουαρίου 1916 – 20 Φεβρουαρίου 2004)
Ο αείμνηστος συντοπίτης μας Πασχάλης Κρικόπουλος
γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1916 στο Καλαμπάκι, κατά τον
πρώτο εκτοπισμό των Κρυονεριτών από την Ανατολική Θράκη,
διαρκούντος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 18). Γονείς
του ήταν η Παναγιώτα, θυγατέρα του Κωνσταντίνου Βραχνού και
της Ελανθώς, και ο Αναγνώστης Κρικόπουλος του Σάββα, που
εργαζόταν από τα οκτώ του χρόνια ως υπάλληλος στα κτήματα του
πεθερού του στο Κρυόνερο. Ο Κωνσταντίνος Βραχνός και η
οικογένειά του εκτίμησαν προφανώς την εργατικότητα και το ήθος
του νεαρού υπαλλήλου τους και αποφάσισαν να τον κάνουν γαμπρό
τους.
Λίγο μετά την γέννηση του μικρού Πασχάλη ωστόσο και ενώ η
οικογένεια ζούσε στο Καλαμπάκι, ο νιόπαντρος Αναγνώστης
ακολούθησε ως όμηρος στη Βουλγαρία τους άλλους άνδρες που
ζούσαν στην Ανατολική Μακεδονία (πρώτη Ομηρία 1917 – 1918).
Μεταξύ αυτών που δεν επέστρεψαν ήταν και ο Αναγνώστης
Κρικόπουλος, τον οποίο ο μικρός γιος του δεν γνώρισε ποτέ.
Πατέρα θεωρούσε τον δεύτερο σύζυγο της μητέρας του Θεόδωρο
Λαγόπουλο, με τον οποίο εκείνη παντρεύτηκε το 1918.
Πρωτοπήγε σχολείο στο Κρυόνερο, για δύο μόνο ημέρες, πριν
από τον νέο και οριστικό πλέον σηκωμό του 1922, θυμόταν όμως
μέχρι το θάνατό του το πατρικό του σπίτι, το σπίτι της γιαγιάς του
Ελάνθης που περικλειόταν από ψηλό τοίχο, όπως τα τούρκικα σπίτια,
και είχε μεγάλο οικόπεδο με κληματαριές και καρποφόρα δένδρα,
αλλά και την Εκκλησία και το Σχολείο «που ήταν μαζί, σε ένα
οικόπεδο». Στη μνήμη του εντυπώθηκε και το ποτάμι που διέσχιζε
το χωριό του, όπου ψάρευε με τον φίλο του τον Σταύρο Παναγιώτου,
ένα αγόρι που γράφει πως πνίγηκε αργότερα σε ένα άλλο ποτάμι,
έξω από το Καλαμπάκι, το Τσάι…
Ο Π.Κ. θυμάται με λεπτομέρειες το ταξίδι προς το
Καλαμπάκι. Τον ξυλοδαρμό ενός γέροντα από το γιο του, επειδή
έχασε το ζώο που είχε αναλάβει να προσέχει, τη δολοφονία του
συγχωριανού τους Γιάννη Γρηγορέλη του Ζαφειρίου στις Φέρες από
ένοπλο Τούρκο, όταν πήγε να ζητήσει άχυρο για τα ζώα του, αλλά
και την απώλεια του σκύλου του Κούλη που τον ξαναβρήκε στο
τέλος της βασανιστικής τους πορείας στο Καλαμπάκι. Θυμάται όμως
και την εγκατάσταση των περισσότερων προσφύγων, και της
οικογένειάς του, σε δυο μεγάλες τούρκικες αποθήκες. Απ’ αυτόν
μαθαίνουμε για τους δύο «κατσ’βελομαχαλάδες», νοτίως του σπιτιού
του Πασχάλη του Λαμπέρη ο ένας και στα μετέπειτα Καλφακιώτικα ο
άλλος, αλλά και τα ονόματα κάποιων Τούρκων που κατοικούσαν στο
χωριό.
Φαίνεται πως βοηθούσε καθημερινά τον πατριό του να «κόψει»
πλιθιά, για να χτίσουν, όπως όλοι οι πρόσφυγες, το πρώτο τους σπίτι,
γιατί δίνει λεπτομερή περιγραφή της όλης κοπιαστικής διαδικασίας.
Το 1925 τα σπίτια ήταν έτοιμα και οι πρόσφυγες άρχισαν να τα
κατοικούν. Προφανώς μόνο τότε του επέτρεψε ο πατριός του, που
είχε ανάγκη από εργατικά χέρια, να ξαναπάει στο σχολείο. Τελείωσε
το Δημοτικό σε πέντε χρόνια, το 1929, γιατί ήταν άριστος μαθητής,
όπως άλλωστε προκύπτει και από τα τετράδιά του, στα οποία
μνημονεύει με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό τους δασκάλους του
Ηλία Βελλιάδη (κυρίως) και Χρύσανθο Κουρσουμπά, που
παρότρυναν – επί ματαίω – τους γονείς του να τον στείλουν να
σπουδάσει.
Το 1930 αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Σχολή
Υπαξιωματικών και στην προσπάθειά του αυτή τον βοήθησε ο
Καλαμπακιώτης δικηγόρος Σωτηράκης Θεοδωρίδης. Με ενέργειες
του ίδιου είχε ήδη εξασφαλίσει και αποζημίωση 28000 δραχμών
τότε, για το θάνατο του πατέρα του στο Κίτσοβο. Το ποσό, όπως μου
δήλωσε, ήταν για την εποχή εκείνη τόσο μεγάλο, ώστε «θα μπορούσε
να κτίσει τρία σπίτια» – και φυσικά να σπουδάσει. Η μητέρα του
όμως με θρήνους και οδυρμούς τον απέτρεψε. Το 1931 πήγε να μάθει
την τέχνη του καροποιού, μετά από τρεις μήνες όμως αναγκάσθηκε
να επιστρέψει στο πατρικό του, επειδή είχε αρρωστήσει σοβαρά ο
πατριός του.
Για την πραγματική του ταυτότητα βεβαιώθηκε το 1931 – 32,
όταν βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες τη χήρα πλέον γιαγιά του
Ελανθώ που λάτρευε, για όσο διάστημα ο μικρότερος γιος της
Φωτάκης υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Φυσικά είχαν
προηγηθεί νύξεις περί της καταγωγής του στο Δημοτικό. Στο σπίτι
της γιαγιάς του βρήκε το Οικογενειακόν Βιβλιάριον των γονιών του
και την πραγματική ημερομηνία γέννησής του – διότι ο πατριός του
τον έγραψε μετά το 1922 στη δική του οικογενειακή μερίδα, του
έδωσε το επώνυμό του και τον δήλωσε κατά τρία έτη μεγαλύτερο,
ίσως για να εξαλείψει οποιαδήποτε αναφορά στον βιολογικό του
πατέρα.
To 1933 πέθανε ο πατριός του, αφήνοντάς τον προστάτη των
τριών μικρότερων ετεροθαλών αδελφών του, του Γιάννη, 14 ετών
τότε, της Ελάνθης, 9, και του Απόστολου, 6 ετών. Η άθλια
οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του ωστόσο και η
παρατεταμένη ασθένεια του πατριού του εξανέμισαν την αποζημίωση
που πήρε το 1928 εξαιτίας του θανάτου του πατέρα του στο Κίτσοβο.
Το 1939 παντρεύτηκε (για την ακρίβεια «έκλεψε») τη
γειτονοπούλα του Ανδρονίκη Μαγκριώτη, με την οποία απέκτησε
τέσσερα παιδιά: την Αναστασία, που έζησε στη Νέα Πέραμο, τον
Αναγνώστη, που πέθανε βρέφος κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής
κατοχής, τον Δημητρό, που ζει στο Καλαμπάκι, και τον Αναγνώστη
τον νεότερο, που ζει σήμερα στη Δράμα.
Στον πόλεμο του ’40 επιστρατεύθηκε, ο λόχος του όμως δεν
εστάλη στην πρώτη γραμμή αλλά στην Πασχαλιά, χωριό κοντά στον
Νέστο, όπου έμεινε μέχρι και την κατάρρευση του μετώπου, τον
Απρίλιο του 1941. Ακολουθεί ο εφιάλτης της βουλγαρικής κατοχής,
της οποίας δίνει πολλά περιστατικά, μερικά από τα οποία αφορούν
τον ίδιο.
Το 1948 γνώρισε τον μοναδικό εν ζωή αδελφό του πατέρα του,
τον Πασχάλη, το όνομα του οποίου έφερε αντί του ονόματος του
παππού του Σάββα, τον οποίο προφανώς ο πατέρας του δε συγχώρησε
ποτέ, επειδή επέτρεψε στη δεύτερη σύζυγό του να διασκορπίσει τα
τρία παιδιά του συζύγου της από τον πρώτο του γάμο.
Συμμετείχε στις πρώτες εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση
που διενεργήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση στις 18
Οκτωβρίου 1944 και εξελέγη Κοινοτικός Σύμβουλος με το
συνδυασμό του δολοφονηθέντος Λευτέρη Αναγνωστίδη (πέμπτος επί
συνόλου εννιά). Συνέχισε να αναμειγνύεται στις τοπικές εκλογές και
να εκλέγεται συνεχώς μέχρι και το 1958, χωρίς ωστόσο να ορισθεί
ποτέ Πρόεδρος, αν και ήρθε πρώτος σε αριθμό ψήφων και στις
εκλογές του 1951 και σ’ αυτές του 1955 (σύμφωνα με τον Π. Κ. ο
Πρόεδρος ανεδεικνύετο τότε με ψηφοφορία μεταξύ των εκλεγέντων
συμβούλων του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού και μάλιστα για δύο
χρόνια). Προφανώς την άρνηση των συμβούλων του συνδυασμού του
να τον ψηφίσουν ως Πρόεδρο δεν θα πρέπει να την ερμηνεύσουμε
ως έλλειψη ικανοτήτων εκ μέρους του· μάλλον θα πρέπει να
αποδοθεί στο χαμηλό κοινωνικοοικονομικό status της οικογένειάς
του. Η πικρία του, όπως είναι φυσικό, ξεχειλίζει κάθε φορά που
αναφέρεται στα γεγονότα που σημάδεψαν την αυτοδιοικητική του
σταδιοδρομία.
Μετά την Κατοχή επανασυστήθηκαν οι Συνεταιρισμοί
Καλαμπακίου ο Μέγας Αλέξανδρος και το Βυζάντιον. Ο ίδιος
δραστηριοποιήθηκε στον συνεταιρισμό Μέγας Αλέξανδρος, επαύθη
όμως των καθηκόντων του το 1967, με τη δικτατορία Παπαδόπουλου.
Το 1947 ίδρυσε το Σωματείον Ακτημόνων Καλλιεργητών Η
ΔΗΜΗΤΡΑ, σκοπός του οποίου ήταν βάσει του καταστατικού του η
ανεύρεσις αγρών διά την αποκατάστασιν των ακτημόνων
καλλιεργητών Καλαμπακίου. Επίσης από το 1964 αναμείχθηκε και
εις την διοίκησιν του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων
(Τ.Ο.Ε.Β. Δοϊράνης).
Το 1965 ως Πρόεδρος του Συνεταιρισμού επέτυχε να αγοράσει
αντί 60.200 δρ. το οικόπεδο, στο οποίο αργότερα κτίστηκαν γραφεία
και σούπερ μάρκετ. Σήμερα στεγάζεται εκεί ο ΜΠΣ Καλαμπακίου.
Το 1966 ως Πρόεδρος του Γεωργικού Συνεταιρισμού ταξίδεψε
στη Δυτική Γερμανία μαζί με τον τότε Γραμματέα Νικόλαο
Βραδέλη, προσπαθώντας να προωθήσει στη γερμανική αγορά τα
πιπέρια που είχαν καλλιεργήσει κάποια μέλη του Συνεταιρισμού,
χωρίς όμως προηγουμένως να έχουν εξασφαλίσει την προώθηση του
προϊόντος.
Το 1974, μετά την κατάρρευσιν της Χούντας, όπως και όλοι οι
αιρετοί εκλεγέντες και παυθέντες, εκλήθη και πάλι και ανέλαβε την
διοίκησιν του Συνεταιρισμού. Ύστερα από τετράμηνο έγιναν
αρχαιρεσίες στο Συνεταιρισμό αλλά δεν εξελέγη, γεγονός που τον
έκανε να αποσυρθεί οριστικά και να ιδιωτεύσει.
Φαίνεται πως τότε, στα εξήντα περίπου χρόνια του αποφάσισε
να μιλήσει για τη ζωή του. Το πρώτο του τετράδιο με τίτλο « Η ζωή
μου» ολοκληρώνεται το 1974, ενώ το 1995 γράφτηκε το 29 ο και
μάλλον τελευταίο. Τα τετράδιά του σήμερα είναι διασκορπισμένα
μεταξύ των παιδιών και των εγγονών του. Έχουν αντιγραφεί από την
Κυράνθη Στράντζαλη και τον Χρ. Φαράκλα τα εξής: Η ζωή μου και
αι αναμνήσεις μου, 1974 (Τ1), Μορφές που πέρασαν, 1976 (Τ12), Ο
Σηκωμός, 1986, (Τ17), Τραγούδια της Θράκης, 1987 (Τ18), Αι
αναμνήσεις μου διά την γενεάν μου και το γενεαλογικόν μου δένδρον.
1988 (Τ25) και οι Θεμελιωτές, 1992 (Τ25), το μόνο που έχει εκδοθεί
(1910). Γλώσσα λαϊκή, αν και σε κάποια σημεία προσπαθεί να
μιμηθεί τη γλώσσα των «σπουδαγμένων», συχνά μακροπερίοδη και
κάποιες φορές επιτηδευμένη.
Στα τετράδια του Π.Κ. βρίσκουμε όσα οι ειδικοί επιστήμονες
ονομάζουν «μικροϊστορία». Η μικροϊστορία είναι διαμετρικώς
αντίθετη από την παραδοσιακή ιστοριογραφία, ως προς το ότι δεν
επικεντρώνει την προσοχή της στα συνταρακτικά γεγονότα, στις
πολεμικές λόγου χάρη συρράξεις ή τις ειρηνευτικές συνθήκες μιας
εποχής, ούτε ενδιαφέρεται για τον ρόλο που παίζουν οι μεγάλες
προσωπικότητες. Ρίχνοντας αντιθέτως το βάρος της στο ατομικό
συμβάν και στο καθημερινό βίωμα προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει
την αθέατη κοινωνική και ανθρωπολογική πλευρά της ανθρώπινης
περιπέτειας, επιδιώκοντας τη σύλληψη μιας ευρύτερης ιστορικής
πραγματικότητας (Γ. Δάλλας)
Ο Π.Κ. δε συμφιλιώθηκε ποτέ με την τραυματική εμπειρία του
θανάτου του πατέρα του. Από τη στιγμή που βρήκε, έφηβος ακόμη,
το Οικογενειακόν Βιβλιάριον της οικογένειάς του στο σπίτι της
γιαγιάς του Ελανθώς, ζητά να μάθει λεπτομέρειες γι’ αυτόν τον
«άγνωστο» πατέρα, αποθησαυρίζει τις αναμνήσεις των οικείων και
αργότερα των μεγαλύτερων φίλων του, προσπαθεί να ανασυνθέσει τη
μορφή του, χαμένη για πάντα, αφού καμιά φωτογραφία του δεν
διασώθηκε, γραπώνεται τέλος μετά τον πόλεμο (1948) από την
ανέλπιστη ευτυχία και τύχη να συναντήσει τον νεότερο από τους δύο
θείους του, Πασχάλη κι αυτόν, ιδιαίτερα αγαπητό στο λατρευτό του
πατέρα, που τον θεωρούσε χαμένο και έδωσε το όνομά του στον
μοναδικό του γιο. Τότε θα προσπαθήσει να ψηλαφήσει τη δύσκολη
ζωή του πατέρα του και των δύο αδελφών του που μεγάλωσαν και
ανδρώθηκαν μακριά απ’ το πατρικό τους σπίτι, σε χέρια αφεντικών
και όχι οικείων, και κυρίως μακριά ο ένας απ’ τον άλλον. Τον
αδύναμο παππού του Σάββα, που ανέχθηκε να εκδιωχθούν οι τρεις
γιοι του από την «κακιά μητριά», δεν τον συγχώρησε ποτέ, όπως
άλλωστε και ο πατέρας του. Πώς αλλιώς να κατανοήσουμε το
γεγονός ότι ο Αναγνώστης Κρικόπουλος ονόμασε τον γιο του
Πασχάλη και όχι Σάββα ή έστω Κωνσταντίνο, όπως τον πεθερό και
δεύτερο πατέρα του;
Στα περισσότερα τετράδιά του επαναλαμβάνει αυτή την
πονεμένη ιστορία. Ταυτόχρονα μιλά για πρόσωπα και πράγματα
άγνωστα πλέον στους περισσότερους από μας και μας δίνει την
ιστορία του χωριού μας, του Καλαμπακίου. Σιγά σιγά όμως ο κύκλος
των ενδιαφερόντων του μεγαλώνει και καταγράφει τα τραγούδια της
χαμένης πατρίδας του αλλά και κάποια διηγήματα (;) με στόχο
διδακτικό: Πώς λ.χ. θα έπρεπε να συμπεριφερθεί ένας σωστός γιος
και υπεύθυνος νέος άντρας σε μια πονηρή, ανεύθυνη και ανάγωγη
νεαρή σύζυγο, που δεν διαθέτει ίχνος σεβασμού προς τους γονείς του.
Αλλού (21 ον : Μάριος και Οσία ή Όσιος και Μαρία, 1988)
αφηγείται την τραγική ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα δύο νεαρών
Κρυονεριτών, τους οποίους χώρισαν οι κοινωνικές διακρίσεις και
προκαταλήψεις, δραματοποιώντας ένα δημοτικό τραγούδι που
παραθέτει πριν από την αφήγηση. Την ιστορία ισχυρίζεται πως του
την αφηγήθηκε σεβάσμιος Κρυονερίτης γέροντας, τον οποίο δεν
κατονομάζει, στο Καλαμπάκι. Δεν αποκλείεται βεβαίως ο γέροντας
να μην είναι παρά ένα λογοτεχνικό προσωπείο που ο ίδιος έχει
επινοήσει.
Μια άλλη δουλειά του του 1978, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για
όσους ασχολούνται με τον λαϊκό πολιτισμό και ιδιαιτέρως για τους
φιλολόγους, είναι μια «κωμωδιούλα με κρυονερίτικες
στραβογλωσσιές», όπως την επιγράφει, όπου διασώζει το γλωσσικό
ιδίωμα των Κρυονεριτών προγόνων του.
Σίγουρα αυτή η τελευταία δραστηριότητα, η
λογοτεχνική/φιλολογική δεν ήταν και η πιο επιτυχής. Αντιθέτως τα
στοιχεία που δίνει για πρόσωπα, πράγματα, ενέργειες και ιστορικά
γεγονότα είναι εξακριβωμένα και τεκμηριωμένα. Προφανώς από
τότε που ασχολήθηκε με τα της Κοινότητας κρατούσε σημειώσεις και
φύλαγε προσεκτικά οποιοδήποτε έγγραφο τον αφορούσε,
επιδεικνύοντας την επιμέλεια, την φροντίδα και την εργατικότητα
μυρμηγκιού.
Πάντως σε όλα τα κείμενά του είναι εμφανής η αίσθηση της
αδικίας που τον διακατείχε. Μιλά για τη συνειδητοποίηση της δικής
του πικρής ορφάνιας – μόνιμη επωδός σε όλα του τα τετράδια είναι η
φράση «μεγάλωνα σε μητριού χέρια»· για τα όνειρά του που δεν
ευοδώθηκαν· για τη ζωή που δεν του χαρίστηκε· που δεν υπήρξε
γενναιόδωρη μαζί του και δεν του έδωσε όσα εδικαιούτο και
μπορούσε να επιτύχει.
Πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου του 2004 σε ηλικία 88 ετών
ανάμεσα στα παιδιά και τα εγγόνια του. Αυτή ήταν ίσως η δικαίωση
που του επιφύλαξε η ζωή.
Κυράνθη Στράντζαλη