Τα κάλαντα είναι ευχετήρια και εγκωμιαστικά εορταστικά τραγούδια, που ψάλλονται από παιδιά, ενίοτε και από ενηλίκους, και είναι συνδεδεμένα με τις μεγάλες γιορτές του δωδεκαημέρου, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνεια, αλλά και με το Λαζαροσάββατο. Βέβαια τα τελευταία έχουν ατονήσει σημαντικά στον τόπο μας, κινδυνεύοντας σχεδόν να εκλείψουν. Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική λέξη calendai, που σημαίνει νεομηνία, δηλ. νέα σελήνη, άρα πρωτομηνιά, η οποία γιορταζόταν στη Ρώμη με τραγούδια, ιδίως η πρωτομηνιά του νέου έτους.
Τα κάλαντα λοιπόν που σήμερα τραγουδάμε, έλκουν την καταγωγή τους από τις αντίστοιχες ρωμαϊκές γιορτές, που γιορτάζονταν σε όλη την έκταση της απέραντης αυτοκρατορίας και συνεχίστηκαν φυσικά και όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η ανατολική αυτοκρατορία μετεξελίχθηκε σε Βυζαντινή. Η Εκκλησία τα αγκάλιασε και τα ενσωμάτωσε και τούτο επειδή μέσα στο χωνευτήρι του χρόνου τα διαφορετικά αρχικώς στοιχεία, ο Χριστιανισμός και η ειδωλολατρική παράδοση, συγχωνεύτηκαν και συγκρότησαν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Βυζαντίου.
Τα κάλαντα που έφτασαν ως εμάς χάνονται στα βάθη της βυζαντινής εποχής, αφού αναφέρονται σε μια κοινωνία αριστοκρατική, με άρχοντες και δουλοπάροικους ή έστω ελεύθερους γεωργούς, και σε μια οικονομία γεωργοκτηνοτροφική. Εξιστορούν μυθοποιημένα τα γεγονότα των ημερών, ενώ συγχρόνως εύχονται στους οικοδεσπότες υγεία, χαρά, μακροημέρευση, πλούτο και υλοποίηση όλων τους των προσδοκιών, λ. χ. γάμο λαμπρό με πλούσιο γαμπρό για τη χαϊδεμένη της οικογένειας.
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα Καλαμπακίου (Κρυονέρου Ανατολικής Θράκης)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κάλαντα που ψάλλονται στο Καλαμπάκι τη νύχτα των Χριστουγέννων από ομάδες ανύπαντρων νεαρών ανδρών, πολύτιμη κληρονομιά απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα των Θρακιωτών Καλαμπακιωτών, το Κρυόνερο Ανατολικής Θράκης. Σήμερα, φυσικά, τα κρυονερίτικα κάλαντα ψάλλονται απ’ όλους τους νέους της μικρής μας πόλης, ανεξαρτήτως ιδιαίτερης καταγωγής. Τα τραγούδια αυτά δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εκείνα που τραγουδούν το πρωί της παραμονής τα μικρά παιδιά και τα οποία είναι αστικά κάλαντα.
Οι νέοι λοιπόν που “θα βγουν στο Χριστό”, “στον Κ’στό”, όπως έλεγαν οι παλιότεροι, αρχίζουν την προετοιμασία τους απ’ τις αρχές τουλάχιστον του Δεκέμβρη, γιατί τα τραγούδια, παλιότερα τουλάχιστον, ήταν πολλά και ανάλογα προς την οικογενειακή κατάσταση του οικοδεσπότη. Άλλα έψαλλαν σε ζευγάρι νιόπαντρων, άλλα όταν ήθελαν να επαινέσουν την εργατικότητα και την αξιοσύνη μιας κοπέλας μάλλον φτωχής αλλά χρυσοχέρας και όμορφης, άλλα όταν ο οικοδεσπότης ήταν κτηνοτρόφος που “φύλαγε χίλια πρόβατα και τετρακόσια γίδια”. Οι καλαντιστές είναι χωρισμένοι σε ομάδες, για να καλύψουν όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ καθεμιά απ’ αυτές είναι χωρισμένη σε δύο υποομάδες (ημιχόρια), που το καθένα επικαλύπτει τις τελευταίες συλλαβές του στίχου που ψάλλουν οι προηγούμενοι. Όταν οι φωνές τους ακουστούν, αφηγείται ο γέροντας Πασχάλης Κρικόπουλος, όλα τα σπίτια αρχίζουν να φεγγοβολούν περιμένοντάς τους, γιατί “το θεωρούν καλοτυχία να ψαλούν τα κάλαντα στο σπιτικό τους”. Ο νοικοκύρης περιμένει καθισμένος στο μεντέρι, το ντιβάνι, οι νέοι ψάλλουν τα κάλαντα, δέχονται πλούσιο φιλοδώρημα και στη συνέχεια παίρνουν μεζέ και ποτό απ’ το στρωμένο τραπέζι. Φυσικά ρίχνουν και κλεφτές ματιές στο όμορφο κορίτσι του σπιτιού.
Αρχίζουν πάντα με το σύντομο τραγούδι που φέρνει την ευφρόσυνη είδηση της γέννησης του Χριστού, τον “Μικρό Χριστό”. Είναι χαρακτηριστική η διάρκεια των ωδίνων της Παναγιάς, της Αφέντρας του Κόσμου, – Κυρ’ Αφεντούσα την αναφέρει το τραγούδι-, που κρατούν σαράντα μερόνυχτα, μέρες και μέρες δηλαδή, αλλά και της πόλης απ’ όπου θα έρθει η μαμή, της ξακουστής Σμύρνης, πιο κοντινής μεγάλης πόλης προς τους Αγίους Τόπους απ’ ό,τι η Κωνσταντινούπολη. Απροσδόκητη για τη λογική μας και η πρωθύστερη παρουσία των Αποστόλων, που δε μπορούν να λείπουν απ’ το πλευρό της Παναγιάς, κι ας τη γνώρισαν μετά από 30 περίπου χρόνια.
Χριστός γεννιέται
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στον κόσμον όλο.
Στον κόσμον όλο, στους αρχαγγέλους, στους αρχαγγέλους, στους αποστόλους.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες Κυρ’ Αφεντούσα εκοιλοπόνει,
εκοιλοπόνει και παρεκάλει τους Αρχαγγέλους, τους Αποστόλους
στα Σμύρνια να πάσουν, μαμή να φέρουν.
Κι ώστε να πάσουν και να γυρίσουν
κυρά Αφεντούσα ξελευτερώθη Χριστόν Αφέντη, σαν ήλιος φέγγει,
σαν νιο φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
Προφανώς όμως το τραγούδι αυτό δεν ήταν αρκετό για να βάλει το χέρι στην τσέπη ή να ανοίξει το πουγκί του ο νοικοκύρης και να τους δώσει πλούσιο φιλοδώρημα, γι’ αυτό και συνεχίζουν με παινέματα. Πρώτο παίνεμα πάντα ο “Αφέντης”. Το τραγούδι αυτό είναι εξόχως κολακευτικό για τον οικοδεσπότη, που παρουσιάζεται σαν άρχοντας πλούσιος και τρανός, που θα ’πρεπε κανονικά να ζει σε παλάτι στην Κωνσταντινούπολη κι όχι στο Κρυόνερο ή στο Καλαμπάκι.
Ο Αφέντης
Νεμείς που είπαμ’ τον
Χριστό, να πούμ’ και τον Αφέντη.
Μέσα κοιμάτ’ ο Αφέντης μας, όξω χαλι’ απλωμένα
Βαριά κοιμήθ’κε ο Αφέντης μας και πώς να τον ξυπνήσουμ’.
Φέρτε νερμήλια δώδεκα, νεράντζια δεκαπέντε.
Φέρτε νερμήλια δώδεκα, νεράντζια δεκαπέντε,
τρία γυαλιά ροδόσταμο, να σ’κώσουμ’ τον Αφέντη.
Σαν ήπιε και ξαγρύπνησε, τον κρύφον του γυρεύει.
Κείνοι πήραν τον κρύφον του, κείνοι τα πλαϊνάν του.
Νεσέν’, Αφέντη μ’, δεν σε πρέπ’ σ’ αυτήν την παλιοχώρα.
Νεσέν’, Αφέντη μ’, σ’ έπρεπε ανάμεσα στην Πόλη.
Νεσέν’, Αφέντη μ’, σ’ έπρεπε ανάμεσα στην Πόλη,
να κάθεσαι να τρως, να πίν’ς σ’ ένα όμορφο τραπέζι.
Να ‘ναι ο γύρος τ’ μάλαμα, το στήθος τ’ ασημένιο
κι ανάμεσα στ’ μεσοσπιτιά καντήλα αναμμένη.
Δίχως αλ’σίδα κρέμεται, δίχως αέρα τρέμει,
δίχως το λάδι και κερί φέγγει την αφεντιά σου.
Κι αν βάλεις λάδι και κερί, φέγγει τη γειτονιά σου,
κι αν βάλεις περισσόλαδο, φέγγει τον κόσμον όλον.
* Κυρά Αφεντούσα: η Παναγία.
* Στα Σμύρνια να πάσουν: να πάνε στη Σμύρνη.
“Ο παλλήκαρος” πρέπει να είναι επίσης ένα παίνεμα για τον γιο του οικοδεσπότη, που βρίσκεται σε ηλικία γάμου. Το αρχοντόπουλο του τραγουδιού θέλει να αρραβωνιασθεί, γι’ αυτό και φέρνει μαζί του και τα σημάδια του αρραβώνα, χρυσαφικά δηλαδή. Το τραγούδι σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται να είναι σκωπτικό, αφού ο πλούσιος νέος τελικώς “ουδέ περδίκια σκότωσε ουδέ τράχωμα βρήκε”. Φαίνεται όμως πως ο νεαρός ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας “άξιος κι αντρειωμένος”, παρ’ όλη την περιστασιακή αποτυχία του στο κυνήγι της πέρδικας, που μάλλον έπρεπε να προσφέρει ως δώρο στον πεθερό, για να αποδείξει την αξία του και να έχει έτσι την τιμή και το δικαίωμα να ζητήσει το χέρι της κόρης. Κι αυτό γιατί και χωρίς περδίκια, δηλαδή τράχωμα,
“γυρεύει μύλους δώδεκα μαζί με τσ’ μυλωνάδες,
γυρεύ’ αμπέλια ατρύγητα μαζί με τσ’ τρυγητάδες,
γυρεύ’ χωράφι’ αθέριστα μαζί με τσ’ θεριστάδες”.
Γυρεύει δηλαδή “λαγούς με πατραχήλια”, που οι καλλαντιστές πιστεύουν πως δικαιούται να τα πάρει από τον μέλλοντα, επίσης πάμπλουτο, πεθερό του.
Ο Παλλήκαρος
Νεδώ ‘ναι ένας παλλήκαρος άξιος κι αντρειωμένος.
Βάζει τα γρόσσια στην κεσσιά και τα φλουριά στην τζέπη.
Παγαίν’ ν’ αρραβωνιάζεται, παγαίν’ να δίν’ σουμάδι.
Πήγε στα βράχια τ’, δεν ήβρε και στα ξαδέρφια τ’ μήτε.
Παίρνει το (ν)τουφεκάκι του πάν’ στη δεξιάν του πλάτη,
παίρνει τα πλάγι’ ανάπλαγα περδίκια να σκοτώσει.
Ουδέ περδίκια σκότωσε ουδέ τράχωμα βρήκε.
Γυρεύει μύλους δώδεκα μαζί με τσ’ μυλωνάδες.
Γυρεύ’ αμπέλια ατρύγητα μαζί με τσ’ τρυγητάδες.
Γυρεύ’ χωράφι’ αθέριστα μαζί με τσ’ θεριστάδες.
Το επόμενο παίνεμα αναφέρεται στη μοναχοκόρη του σπιτιού ή – σε εποχές που οι θυγατέρες ήταν περισσότερες – σε κείνη που βρισκόταν σε ηλικία γάμου. Η κοπέλα παρουσιάζεται πανέμορφη, όπως άλλωστε και η ξανθή μάνα της, αντάξια, όπως πιστεύουν οι προξενητάδες, ενός πάμπλουτου άρχοντα, γαιοκτήμονα και μεγαλοκτηνοτρόφου, που ζει στην Κωνσταντινούπολη αλλά έχει στην κυριότητά του εκτάσεις απέραντες και ζώα αμέτρητα, σαν τ’ αστέρια του ουρανού. Ανάλογα είναι και τα δώρα που θα της προσφέρει, κούπα ασημένια σαν ολόγιομο φεγγάρι και τεράστιο μονόπετρο δαχτυλίδι, που θα λάμπει στο δάχτυλό της σαν τον Αυγερινό.
Η περδικούλα
Μια περδικούλα ξακουστή τ’ Αφέντη θυγατέρα
εννιά κουδούνια έσερνε μια χρονιακίσια μέρα.
Τα τρία ήτανε χρυσά, τα τρία ασημένια,
τα τρία πάνε κι έρχονται στην Πόλ’ προξενητάδες.
Προξενητάδες ήρθανε ’πό μέσ’ από την Πόλη,
Ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιος έχει τέτοια κόρη.
Κυρά ξανθή παινέθηκε ’πέ πάν’ στο παραθύρι:
“Νεγώ ’χω τέτοια λυγερή, νεγώ ’χω τέτοια κόρη.
Η κόρη μ’ στο χορό κρατεί και στο χορό παγαίνει,
φορεί παπούτσια κυκλωτά, τερλίκια με το ράμμα,
φορεί και στη μεσίτσα της τζιβάν καρσί ζωνάρι”.
“Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου κείνος που θα την πάρει
θα φέρει τ’ άστρα πρόβατα και το φεγγάρι κούπα,
θα φέρει τον Αυγερινό στο χέρι στο δαχτυλίδι”.
Οι καλλαντιστές σήμερα, εφόσον το ζητήσει ο οικοδεσπότης, τελειώνουν με τον Μεγάλο Χριστό, το τραγούδι δηλαδή που εξιστορεί τη ζωή και τα πάθη του Κυρίου, αλλά τελειώνει με το παρηγορητικό προς την Παναγία και όλον τον κόσμο δίστιχο που υπόσχεται την Ανάσταση:
“Κι όντας σημάνουν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες,
τότε να το θωρείς, νινέ μ’, πο ‘χουμ’ χαρές μεγάλες”.
Ο μεγάλος Χριστός
1) Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα ‘πόψε Χριστός γεννιέται,
γεννιέται και βαφτίζεται κι ο κόσμος δεν το ξέρει.
2) Ο κόσμος είν’ ακούμενος κι ο βασιλιάς ατός του.
Κι εκεί π’ ακούμπησε ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε.
3) Το δέντρο ήταν ο Χριστός, τα κλώνια οι Αποστόλοι
και τ’ αργυροφυλλίτσια του ήταν οι προφητάδες.
4) Προφήτευαν και έλεγαν για του Χριστού τα πάθη:
— Νεσύ, Χριστέ μ’ αληθι(α)νέ, Χριστέ μου σταυρωμένε,
5) νεσύ, Χριστέ μ’ αληθιανέ, Χριστέ μου σταυρωμένε,
το σταυροδρόμ’ που πάγαινες στον Άγιο Τάφο υπάγεις.
6) Και οι Εβραίοι σαν το άκουσαν, τρέχουν και τον γυρεύουν.
Και πήγαν και τον έπιασαν μέσα στο σταυροδρόμι.
7) Πολλές σκεντζιές τον βάρεσαν, όλες τις καταδέχτ’κε
μα μια σκεντζιά, πικρή σκεντζιά, κείν’να δεν καταδέχτ’κε.
8) Το χαλκουργό παράγγειλαν να κόψει τρία περόνια,
και κείνος ο παράνομος βαράει και κόβει πέντε.
9) — Νεσύ που τα παράκοψες, εσύ θα μας ‘μηρνέψεις
— Τα δυο βάλτε στα χέρια του, τα δυο στα γόνατά του,
10) τα δυο βάλτε στα χέρια του, τα δυο στα γόνατά του,
το πέμπτο το φαρμακερό κάτσ’τε το στην καρδιά του.
11) Και έτρεχε το αίμα του σαν σιγανό ποτάμι
κι η Παναγιά τον σφούγγιζε μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
12) Φορές φορές τον σφούγγιζε, φορές μοιρολογούσε:
— Τι είχατε με τον γιόκα μου, τον γιο μου τον Αφέντη;
13) Τι είχατε με τον γιόκα μου, τον γιο μου τον Αφέντη,
που ήταν όλος μάλαμα, το στήθος τ’ ασημένιο,
14) που ήταν όλος μάλαμα, το στήθος τ’ ασημένιο,
που είχε τον χρυσόστομα και τη γλυκιά τη γλώσσα;
15) Και πήγαν και τον έκλεισαν σε σιδερένιες πόρτες
κι η Παναγιά παρακαλεί κι ανοίξανε μονάχες.
16) Χάσκει τον νότον, τον βοριά, κανέναν δεν γνωρίζει·
γυρίζει χάσκει πίσω της τον Πέτρο και τον Γιάννη.
17) — Πού ‘ναι, Πέτρε μ’, το τέκνον μου, Γιάννη, ο δάσκαλός σου;
— Γύρνα, νινέ μ’, κι ιδές ‘κει δα ποιος είναι σταυρωμένος.
18) — Σώπα, Πέτρε μ’, και μην το λες, θα κόψω τα μαλλιά μου.
Φέρ’τε έν’ αργυροψάλιδο να κόψω τα μαλλιά μου.
19) — Σώπα, νινέ μ’, και μην το κάν’ς, θα το ‘βρει ο κόσμος όλος.
Βάλε κρασί απ’ το γυαλί σε αφράτο παξιμάδι,
20) βάλε κρασί απ’ το γυαλί σε αφράτο παξιμάδι
και πιες, νινέ μ’, παρηγοριά, παρηγοριά και χάρη.
21) Κι όντας σημάνουν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες,
τότε να το θωρείς, νινέ μ’, πο ‘χουμ’ χαρές μεγάλες.
* Τα κάλαντα δίνονται σύμφωνα με την καταγραφή του Πασχάλη Κρικόπουλου στο βιβλίο “Οι θεμελιωτές του χωριού Καλαμπακίου Δράμας”, Καλαμπάκι 1910.
Κυράνθη Στράντζαλη, φιλόλογος